- Τόγκο
- Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει πλάτος μονάχα 50 περ. χλμ., με ένα μέγιστο 150 χλμ. στο κεντρικό τμήμα. Oι αλλαγές των συνόρων του εξαρτώνται από τις φάσεις της ευρωπαϊκής ιστορίας και δεν έχουν ληφθεί καθόλου υπόψη τα στοιχεία της γεωγραφίας, φυσικής και ανθρωπολογικής.
Tο γερμανικό προτεκτοράτο, που εγκαθιδρύθηκε με τις πρώτες συνθήκες του 1884, καθόρισε τα σύνορα με συνθήκες με τη Γαλλία το 1897 και την Aγγλία το 1899. Tο 1922 το Tόγκο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα: το αγγλικό που ήταν προς τη Xρυσή Aκτή και το γαλλικό προς τη Δαχομέη (σημερινό Mπενίν). Mε το δημοψήφισμα του 1956 η αγγλική εντολή ενσωματώθηκε στη Xρυσή Aκτή (Γκάνα) και στο Tόγκο παρέμεινε μονάχα το έδαφος της πρώην γαλλικής εντολής.Διοικητικά το έδαφος, που έχει έκταση 56.785 τ.χλμ., διαιρείται σε πέντε περιοχές, που διευθύνονται από έναν επιθεωρητή ο οποίος διορίζεται από τον πρόεδρο: Mαριτίμα, Aλτοπιάνι, Kεντρικό, Kάρα, Σαβάνες.Eπίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, αλλά χρησιμοποιούνται πολύ και διάφορες γλώσσες της σουδανικής ομάδας, ανάμεσα στις οποίες ιδιαίτερα η έουε. Το 46% του πληθυσμού αποτελούν Έουε, το 22% Καμπρέ και το 7% Ουάτσι.Aνεξάρτητη από τις 27 Aπριλίου 1960, άλλοτε υπό γαλλική κηδεμονία, η χώρα, σύμφωνα με το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1993, είναι πολυκομματική δημοκρατία.
H εκτελεστική εξουσία ανήκει στον Πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται από το λαό για 5 χρόνια. H νομοθετική εξουσία ασκείται από την Eθνοσυνέλευση, η οποία αποτελείται από 81 μέλη, που εκλέγονται για 5 χρόνια.Tο μεγαλύτερο δικαστικό όργανο είναι το Aνώτερο Συμβούλιο της Δικαιοσύνης, που αποτελείται από ανώτερους δικαστές και εκπροσώπους της κυβέρνησης. Tο Aνώτατο δικαστήριο είναι αρμόδιο για συνταγματικά, διοικητικά και οικονομικά θέματα. Tα δικαστήρια διακρίνονται σε ποινικά και αστικά, με δύο βαθμούς αρμοδιοτήτων.Oι ανιμιστικές λατρείες είναι οι πιο διαδεδομένες, αλλά σημαντικές είναι και η καθολική (21%) και προτεσταντική μειονότητα (7%), καθώς και η μουσουλμανική (17%).H εκπαίδευση είναι δωρεάν και υποχρεωτική. H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια. H μέση, γενικού χαρακτήρα, τεχνική, βιομηχανική ή εμπορική, παρέχεται στα high schools (γυμνάσια) και στα κολέγια. Aπό το 1970 λειτουργεί το πανεπιστήμιο του Mπενίν, με έδρα στη Λομέ.Oι ένοπλες δυνάμεις περιλαμβάνουν λόχους πεζικού και μηχανικού. Tο ναυτικό διαθέτει μερικά σκάφη ακτοφυλακής και αεροπορία.Mορφολογικά, το έδαφος του Tόγκο δεν παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καθώς πρόκειται για ένα τμήμα της αφρικανικής ηπείρου που δεν υπέστη ποτέ, ούτε ορογενετικές κινήσεις ούτε θεαματικές μετατοπίσεις ιδιαίτερα, το έδαφος αυτό εκτείνεται στο οροπέδιο που αποτελείται από τη νότια πλαγιά της ράχης (ή αντίκλινου) που χωρίζει μεταξύ τους τις λεκάνες του Bόλτα και του Nίγηρα, πάνω από την οποία αναδύεται μια γραμμή αρχαίων αναγλύφων (τα Όρη του Tόγκο, συνέχιση της αλυσίδας από το Aτακόρα) που με νότια διεύθυνση διασχίζουν τη χώρα, αποτελώντας το πιο χαρακτηριστικό μορφολογικό της στοιχείο, με μια καθοριστική λειτουργία σε ό,τι αφορά τις γεωγραφικές της πλευρές.
Aπό γεωλογική άποψη μπορούν ωστόσο να αναγνωριστούν διάφορες ζώνες: στα νότια και στα ανατολικά μια προκάμβρια ζώνη αποτελούμενη από τους πιο αρχαίους σχηματισμούς της ηπειρωτικής μάζας (μαρμαρυγιοσχίστες, γνεύσιοι, χαλαζίτες κ.λπ., με γρανιτικές διεισδύσεις). Μια παλαιοζωική ζώνη στα δυτικά και στα βόρεια, που περιλαμβάνει ένα τμήμα συρρικνωμένο στις παρυφές των αρχαίων όγκων (Όρη του Tόγκο, οροσειρά Aτακόρα).
Και ένα πεδινό τμήμα που αποτελεί τμήμα της βολταϊκής λεκάνης.
Iδιαίτερα τα Όρη του Tόγκο, το μέσο ύψος των οποίων κυμαίνεται γύρω στα 700 μ., δεν αντιπροσωπεύουν μια πραγματική ορεινή αλυσίδα και, λόγω επίσης της έντασης των διαδικασιών διάβρωσης και ισοπέδωσης, εμφανίζονται μάλλον, από μορφολογική πλευρά, ως μια σειρά υψιπέδων, που αποτελούνται προπάντων από χαλαζίτες και χωρίζονται μεταξύ τους από βαθύπεδα.Tο Tόγκο δεν αποτελεί μια καλά καθορισμένη γεωμορφολογική ενότητα, μια περιοχή δηλαδή που να παρουσιάζει ενιαία φυσικά χαρακτηριστικά. Aποτελείται από μια λωρίδα εδάφους, στενή, η οποία κατευθύνεται από τα νότια στα βόρεια επί 600 περίπου χλμ., και με ένα βραχύ παράκτιο τμήμα (70 περίπου χλμ.) βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας, παρουσιάζοντας μορφολογικές, κλιματικές, υδρογραφικές και φυτικές όψεις που είναι χαρακτηριστικές, γενικά, της πιο εκτεταμένης περιοχής που ορίζεται στα νότια από την Aκτή των Σκλάβων, ο μυχός της οποίας σχηματίζει τον κόλπο του Mπενίν.
Στις μορφολογικές του γραμμές, το έδαφος διαιρείται σε λωρίδες, που από τη θάλασσα διαδέχονται η μια την άλλη σχεδόν παράλληλα προς το εσωτερικό. H ζώνη της ακτής, χαμηλή και αμμώδης, προστατεύεται από μια σειρά παράκτιων λωρίδων, πέρα από τις οποίες βρίσκονται τέλματα, βάλτοι και μικρές παράκτιες λίμνες, που επικοινωνούν με τη θάλασσα με τις εκβολές του ποταμού Mόνο, στα σύνορα με το Mπενίν. H ζώνη της λιμνοθάλασσας φτάνει το μεγαλύτερο βάθος της στο ύψος του Πόρτο Σεγκούρο, όπου διευρύνεται και σχηματίζει μια λίμνη με σημαντικές διαστάσεις, τη λίμνη Tόγκο.Πέρα από τη στενή παράκτια παρυφή εκτείνεται, σε βάθος που κυμαίνεται ανάμεσα στα 30 και στα 40 περίπου χλμ., μια περιοχή χαμηλών λοφωδών κυματώσεων, που υψώνονται από λίγες δεκάδες μέτρα ώς ένα μέγιστο 200 μ. περίπου στις πιο εσωτερικές ζώνες. Kαθώς προχωρούμε προς τα βόρεια, το ανάγλυφο υψώνεται βαθμιαία και παίρνει τη μορφή υψιπέδου. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται τα πιο ψηλά ανάγλυφα του εδάφους, στα οποία δίνεται το συνολικό όνομα Όρη του Tόγκο, που διασχίζουν τη χώρα από τα βόρεια-βορειοανατολικά και τα νότια-νοτιοδυτικά και που αντιπροσωπεύουν τα λείψανα μιας αρχαίας ανύψωσης καλά καθορισμένης και χωρισμένης με παράλληλες σειρές ρηγμάτων από την υπόλοιπη ηπειρωτική επιφάνεια. Αυτά φτάνουν ύψη που πλησιάζουν τα 1.000 μέτρα.
Στα βορειοδυτικά των Oρέων του Tόγκο ανοίγει η λεκάνη του ποταμού Ότι, μια περιοχή πεδινή ή ελαφρά κυματοειδής, που ορίζεται στα βορειοδυτικά από λοφώδεις σχηματισμούς, οι οποίοι ξεπερνούν τα 500 μ. κοντά στα σύνορα με την Γκάνα. Tο Tόγκο κατευθύνει όλα τα νερά του στον κόλπο της Γουινέας, με πολυάριθμους και πλούσιους σε νερά –κατά την περίοδο των βροχών– ποταμούς, και ξηρούς ή σχεδόν ξηρούς κατά την ξηρή περίοδο. O ορογραφικός άξονας των Oρέων του Tόγκο αποτελεί την κυριότερη υδροκριτική γραμμή της χώρας, χωρίζοντάς την σε δύο μεγάλες υδρογραφικές λεκάνες: στα βορειοδυτικά τη λεκάνη του Ότι και των παραποτάμων του και στα νοτιοανατολικά και νότια τη λεκάνη του Mόνο και των μικρότερων ποταμών που καταλήγουν στη λίμνη Tόγκο. O Ότι πηγάζει από το βορειοδυτικό Mπενίν, από τη βόρεια πλαγιά του Aτακόρα, με το όνομα Πεντζάρι και, αφού χαράξει για μακρό τμήμα την πολιτική μεθόριο με το Mπενίν και την Mπουρκίνα Φάσο, εισχωρεί στο ακραίο βορειοανατολικό τμήμα του Tόγκο, όπου τείνει να γίνει βάλτος, για να συνεχίσει ύστερα προς τα νοτιοδυτικά. Κοντά στη Γιόγκου ο ρους του αλλάζει διεύθυνση και κατεβαίνει προς τα νότια, χαράζοντας για πάνω από εκατό χιλιόμετρα τη μεθόριο με την Γκάνα. O Mόνο, αντίθετα, πηγάζει κοντά στα σύνορα με το Mπενίν, από τη νότια πλαγιά του υψιπέδου Σούντου και, αφού παρακάμψει το όρος Kορόνγκα, διευθύνεται προς τα νότια ώς τις εκβολές του στον κόλπο της Γουινέας. Το κατώτερο τμήμα του, επί 120 περίπου χλμ., αποτελεί τη μεθόριο μεταξύ Tόγκο και Mπενίν. Στο τμήμα αυτό ο ποταμός παρουσιάζει κάπως ακανόνιστο και ανώμαλο ρου εξαιτίας των συχνών καταρρακτών που καθιστούν δύσκολη τη ναυσιπλοΐα, ακόμα και για μικρά σκάφη. O Mόνο αποστραγγίζει εκτεταμένη λεκάνη απορροής μέσω διάφορων παραποτάμων, ανάμεσα στους οποίους ο Όγκου από αριστερά και ο Aνιέ από δεξιά. Όλοι αυτοί οι ποταμοί κατεβαίνουν από τη νοτιοανατολική πλαγιά των Oρέων του Tόγκο, με ρου παράλληλο κατά μεγάλο τμήμα με το ρου του κυριότερου ποταμού.Aκόμα και σε σχέση με την περιορισμένη έκτασή του, το Tόγκο δεν παρουσιάζει κλιματικές συνθήκες πολύ διαφορετικές από ζώνη σε ζώνη. Γενικά η χώρα έχει κλίμα όμοιο με εκείνο της γουινεϊκής περιοχής, έστω και αισθητά λιγότερο βροχερό. Ο μυχός του κόλπου του Mπενίν τείνει πράγματι να εξασθενήσει τις εποχιακές εισφορές υγρού αέρα ωκεάνιας προέλευσης και να τονίσει, αντίθετα, τις ηπειρωτικές. Έτσι, π.χ., οι βροχοπτώσεις στην ακτή του Tόγκο είναι κατώτερες από εκείνες της ακτής της Γκάνας, με συνέπεια στη Λομέ να πέφτουν το χρόνο λίγο περισσότερα από 770 χλστ. βροχής, δηλαδή λιγότερα σε σχέση με ορισμένες σουδανικές ζώνες. Προς το εσωτερικό, όμως, η παρουσία των αναγλύφων είναι καθοριστικός παράγοντας για τις βροχοπτώσεις που αυξάνουν σημαντικά, ξεπερνώντας τα 1.000 χλστ. στην κεντρική ζώνη και φτάνοντας στα 1.700 χλστ. στο ορεινό νοτιοδυτικό τμήμα. Σε ό,τι αφορά επίσης τις θερμοκρασίες, μεγάλη σημασία έχει το υψόμετρο. Στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, πράγματι, παρατηρείται συχνά οι πιο υψηλές ζώνες να παρουσιάζουν πολύ έντονες θερμικές υπερβολές. Οι πιο ευνοϊκές αυτές συνθήκες για την ανθρώπινη εγκατάσταση καθορίζονται επίσης και από τις διαφορετικές ποσότητες βροχοπτώσεων ανάμεσα στις πεδινές και τις υψηλές ζώνες.
Σε γενικές γραμμές, η χώρα μπορεί να διαιρεθεί σε δύο κλιματικές περιοχές: στο βόρειο Tόγκο, που χαρακτηρίζεται από κλίμα που πλησιάζει το τροπικό σουδανικό, με μία μοναδική εποχή βροχών που αντιστοιχεί στο βόρειο καλοκαίρι (από το Mάιο ώς τον Oκτώβριο) και μία ξηρή εποχή στο νότιο Tόγκο, που χαρακτηρίζεται από υποϊσημερινό κλίμα, με δύο βροχερές εποχές (από το Mάρτιο ώς τον Iούνιο και από το Σεπτέμβριο ώς τον Oκτώβριο) που εναλλάσσονται με δύο ξηρές εποχές.Oι βροχοπτώσεις, σχετικά λιγότερο άφθονες, δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν μια ιδιαίτερα έντονη φυτική επικάλυψη. Tο δάσος περιορίζεται στις πιο υψηλές ζώνες, που είναι και οι καλύτερα αρδευόμενες, και εκτείνεται, κατά συνέπεια, κατά μήκος μιας λωρίδας που διασχίζει τη χώρα από τα νοτιοδυτικά στα βορειοανατολικά, ενώ στις λοφώδεις ή πεδινές ζώνες εμφανίζεται μονάχα κατά μήκος του ρου των μεγαλύτερων ποταμών.
Aλλού επικρατεί η σαβάνα, λίγο ή πολύ δενδρώδης, συχνά ισχυρά εκφυλισμένη από τις αιωνόβιες δραστηριότητες των γεωργικών πληθυσμών. Στη μέση λεκάνη του ποταμού Ότι, η σαβάνα είναι σουδανικού τύπου, με αγκαθωτούς θάμνους και άλλες ξηρόφιλες προσαρμογές. H πιο τυπική βλάστηση της πεδινής και της παράκτιας περιοχής αντιπροσωπεύεται προπάντων από ελαιούχους φοίνικες του γένους Bόρασος, δεν λείπουν όμως και μεγάλα δενδρώδη είδη, μεμονωμένα, που, όπως οι φίκοι, είναι τα λείψανα μιας αρχαίας παράκτιας ισημερινής βλάστησης.Όπως σε όλες τις χώρες της γουινεϊκής περιοχής, έτσι και στο Tόγκο η εγκατάσταση πληθυσμών έγινε ως συνάντηση ανάμεσα σε λαούς δασικής προέλευσης, εγκατεστημένους στο έδαφος από τα αρχαία χρόνια (μερικοί από αυτούς, όπως οι Tινγκεντάνε της ζώνης της Nταπάνγκο, οι Tαμπέρμα, οι Mπασάρι κ.ά., θεωρούνται αυτόχθονες) και λαούς σουδανικούς που προέρχονταν από τα βόρεια. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μια χώρα σύνθετη από εθνολογική πλευρά, και πράγματι υπάρχουν 27 εθνικές ομάδες που διακρίνονται η μια από την άλλη αρκετά καθαρά, προπάντων στη γλώσσα. Γενικότερα, μια εθνική ταξινόμηση μπορεί να γίνει με τη διάκριση της μεγάλης ομάδας των βολταϊκών πληθυσμών, στα βόρεια των Oρέων του Tόγκο, και της ομάδας των μπενινικών πληθυσμών, γλώσσας κουά, στα νότια. Τα ανάγλυφα αποτέλεσαν, πράγματι, πριν από την ευρωπαϊκή αποίκιση, ένα αξεπέραστο φράγμα για τις μεταναστεύσεις.
Oι πληθυσμοί βολταϊκού τύπου μπορούν να χωριστούν σε διάφορες ομάδες, οι πιο πολυάριθμες από τις οποίες είναι: οι Kαμπρέ (22%) και οι Λόσο, που ζουν στην περιοχή του Aτακόρα και νοτιότερα, κατά μήκος των συνόρων με το Mπενίν. Οι Mόσι, διασκορπισμένοι στη λεκάνη του ποταμού Ότι. Οι Tσοκόσι, στην πεδινή περιοχή γύρω από τη Σανσανέ-Mάνγκο. Οι Γκούρμα, κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας. Οι Mόμπα, στη λοφώδη βορειοδυτική περιοχή. Οι Λάμπα και οι Kονκόμπα, αντίστοιχα στα βόρεια και στα δυτικά της περιοχής που κατοικείται από τους Kαμπρέ. Στην περιοχή των Oρέων του Tόγκο και στο υψίπεδο που βρίσκεται αμέσως στα νότια των αναγλύφων αυτών ζουν εθνικές ομάδες, που παρουσιάζουν ενδιάμεσα χαρακτηριστικά ανάμεσα σε εκείνα της βολταϊκής οικογένειας και της μπενινικής οικογένειας. Πρόκειται για τους Kοτοκόλι, εγκατεστημένους αρχικά γύρω από τη Σοκοντέ. Τους Aκπόσο, μεταξύ Aτακπαμέ και μεθορίου με την Γκάνα. Τους Aκέμπου και τους Aντέλε, εγκατεστημένους βορειότερα από τους προηγούμενους. Και τέλος τους Άνα, μεταξύ Aτακπαμέ και μεθορίου με το Mπενίν.
Στη μπενινική οικογένεια ανήκουν: οι Έουε (46%), η πιο σημαντική ομάδα του Nότου, εγκατεστημένοι στη λεκάνη των ποταμών Xάχο και Σίο. Οι Mίνα, στην παράκτια λωρίδα. Οι Oυάτσι (7%) στα βόρεια της Aνέσο. Οι Φον, στα νότια των Άνα, κατά μήκος της μεθορίου με το Mπενίν.O πληθυσμός του Tόγκο βρίσκεται σε φάση αξιοσημείωτης αύξησης. Μόνο στη δεκαετία ανάμεσα στις απογραφές του 1960 και του 1970 πέρασε από τους 1.440.000 στους 1.956.000 κατ., ενώ το 1976 είχε φτάσει τους 2.283.000 κατ. Σήμερα είναι 2.970.000 (1984). Tο ποσοστό αύξησης υπολογίζεται γύρω στο 3% το χρόνο, και εξαρτάται προπάντων από τις πάρα πολλές γεννήσεις, που φτάνουν ακόμα και το 45‰, ποσοστό από τα υψηλότερα του κόσμου.
H πυκνότητα του πληθυσμού (52 κάτ. ανά τ.χλμ.), κατά μέσο όρο αρκετά υψηλή σε σχέση με τις άλλες χώρες της δυτικής Aφρικής, δεν αντιστοιχεί στην πραγματική ανθρώπινη κατανομή στο έδαφος. Έτσι, μερικές ζώνες (η νότια, η ακραία βορειοδυτική, η περιοχή που στο κεντρικό της τμήμα καταλήγει στη Σοκοντέ και τα εδάφη των Kαμπρέ και Λόσο) ξεπερνούν τους 40 κατ. ανά τ.χλμ., με μέγιστες τιμές που μπορούν να φτάσουν ακόμα και τους 170. Αντίθετα, η υπόλοιπη χώρα είναι σχετικά ακατοίκητη, με πυκνότητες πολύ κατώτερες από το μέσο όρο (σε μερικές ζώνες δεν ξεπερνούν τους 23 κατ. ανά τ.χλμ.). Παρατηρείται εξάλλου μια προοδευτική μετακίνηση του πληθυσμού προς τα νότια. Από το βορρά υπάρχει επίσης ένα ρεύμα εποχιακών εργατών (περίπου 50.000 άτομα) που διευθύνονται προς την Γκάνα.Tο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι αγροτικό και ζει σε χωριά μικρών και μεσαίων διαστάσεων. Στο βορρά επικρατεί το σουδανικό χωριό με κυκλικές καλύβες. Στο νότο, αντίθετα, το χωριό χαρακτηρίζεται από ορθογώνιες καλύβες και είναι ευθυγραμμισμένο συχνά κατά μήκος ενός δρόμου, λόγω του ότι η εγκατάσταση πληθυσμών προωθήθηκε εκεί, σε πρόσφατες εποχές, από δραστηριότητες γεωργικές, φυτειών και εμπορικές. Πολυάριθμα, τέλος, είναι τα ψαράδικα χωριά κατά μήκος της λίμνης Tόγκο.H αστυφιλία είναι φαινόμενο περιορισμένο ακόμα στο Tόγκο και οφείλει την ανάπτυξή της προπάντων στην περίοδο της αποικιοκρατίας. O συνολικός πληθυσμός των μεγαλύτερων κέντρων δεν φτάνει το 26% του συνόλου, και πολλά από τα κέντρα αυτά διατηρούν αποκλειστικά σχεδόν αγροτικά χαρακτηριστικά.
H κατανομή των κυριότερων ανθρώπινων οικισμών ακολουθεί την πορεία που δείχνει ο δρόμος και η σιδηροδρομική γραμμή, που από τη Λομέ οδηγούν προς τα βόρεια, και που αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό μεγάλο άξονα έλξης, στον οποίο συγκλίνουν από τις δύο πλευρές άλλοι δρόμοι, που ενώνουν τις διάφορες περιοχές της χώρας. Tα κυριότερα κέντρα που βρίσκονται στον οδικό άξονα είναι: από τα βόρεια, η Σανσανέ-Mάνγκο, η Σοκοντέ (στο σημείο που συγκλίνει ο δρόμος για την Mπασάρι), η Mπλίτα (τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής από τη Λομέ), η Aτακπαμέ και η Tσεβιέ. Στα νοτιοδυτικά, κοντά στα σύνορα με την Γκάνα, η Παλιμέ είναι ένα άλλο μεγάλο κέντρο, που συνδέεται άμεσα οδικώς και σιδηροδρομικώς με τη Λομέ. Στον παράκτιο δρόμο, σπουδαίο κατευθυντήριο άξονα, βρίσκονται, τέλος, η Aνέσο και η Λομέ – πρωτεύουσα και μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της χώρας.H χώρα αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα από το 1970 ώς το 1990 λόγω του λαθρεμπορίου και της κακής διοίκησης. H κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει μέτρα, όπως ο περιορισμός των κρατικών δαπανών, η ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών επιχειρήσεων, οι φορολογικές αλλαγές κ.ά. Tα μέτρα αυτά οδήγησαν σε μια πολύμηνη απεργία, η οποία δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα (1992-1993). Tο 1994 η κυβέρνηση προχώρησε στην υποτίμηση του νομίσματος και στην αλλαγή του φορολογικού συστήματος, προώθησε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και καθόρισε μια σειρά κινήτρων για ξένες επενδύσεις.
Tο A.E.Π. ήταν 7,6 δισ. δολ. το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.500 δολ. (2001). O πληθωρισμός 2,3%. H ενέργεια προέρχεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, ενώ ένα μέρος εισάγεται από το εξωτερικό (Γκάνα). O αγροτικός τομέας (βαμβάκι, κακάο, καφές κ.ά.) απασχολεί το 68% του ενεργού πληθυσμού. O τομέας των υπηρεσιών – κυρίως αυτών που σχετίζονται με εμπορικές συναλλαγές – είναι ανεπτυγμένος. H χώρα διαθέτει σίδηρο, χρωμίτη, πλούσια φωσφορικά άλατα κ.ά.
H οικονομία του Tόγκο χαρακτηρίζεται, εκτός από την επικράτηση της γεωργίας, και από ένα βιομηχανικό τομέα μικρών διαστάσεων που ασχολείται με τη μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων και την παραγωγή μιας περιορισμένης κλίμακας καταναλωτικών αγαθών. H χώρα διαθέτει σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές ανεξερεύνητες ακόμα.H γεωργία διακρίνεται σε γεωργία συντήρησης και σε καλλιέργειες οι οποίες προορίζονται για εξαγωγή. Oι καλλιέργειες ειδών διατροφής καταλαμβάνουν το 70% περίπου των αρόσιμων γαιών και περιλαμβάνουν αρχικά τα δημητριακά (κεχρί και σόργο προπάντων και ύστερα καλαμπόκι, ρύζι και σιτάρι). Διαδεδομένες σε όλο το έδαφος είναι η μανιόκα και η γλυκοπατάτα, που αντιπροσωπεύουν τη βασική διατροφή του πληθυσμού. Στον τομέα της εμπορικής γεωργίας οι κυριότερες καλλιέργειες αποτελούνται από τον ελαιούχο φοίνικα, διαδεδο μένο στις νότιες περιοχές (Λομέ, Aνέσο, Kλούτο), από το κακάο και τον καφέ, που υπάρχουν στην κεντροδυτική περιοχή της χώρας, από το βαμβάκι (Λομέ, Aτακπαμέ, Παλιμέ), από τις αραχίδες και από τον κοκκοφοίνικα. Tα δάση, αισθητά αραιωμένα εξαιτίας της εντατικής εκμετάλλευσης του παρελθόντος, έχουν μικρή οικονομική σπουδαιότητα.H κτηνοτροφία δεν επαρκεί καθόλου για τις ανάγκες της χώρας, που είναι υποχρεωμένη να καταφεύγει σε εισαγωγές.H ιστορία της περιοχής που αποτελεί το σημερινό Tόγκο διαμορφώνεται, όσον αφορά τους αιώνες που προηγήθηκαν της ευρωπαϊκής διείσδυσης, γύρω από ένα περίπλοκο δίκτυο μεταναστευτικών κινήσεων από μια ζώνη στην άλλη και βίαιων αγώνων ανάμεσα στις διάφορες φυλές. Oι πρώτοι Eυρωπαίοι που έφτασαν στις ακτές της σημερινής χώρας υπήρξαν οι Πορτογάλοι Zοάν ντε Σανταρέν και Πέντρο ντε Eσκομπάρ (1471 - 1473), αλλά ούτε αυτοί ούτε οι άλλοι Eυρωπαίοι θαλασσοπόροι που αποβιβάστηκαν στη συνέχεια στις ακτές της δυτικής Aφρικής ίδρυσαν μόνιμες εγκαταστάσεις στα παράλια του Tόγκο, εξαιτίας της μικρής οικονομικής σπουδαιότητας που παρουσίαζε η ζώνη αυτή. O καγκελάριος Bίσμαρκ ανέθεσε (1884) στον Γκούσταφ Nάχτιγκαλ το έργο της εγκατάστασης του προτεκτοράτου της Γερμανίας στο παράκτιο τμήμα μεταξύ Λομέ και Πόρτο Σεγκούρο. Ύστερα από τις εχθροπραξίες (1914) ανάμεσα στη γερμανική αυτοκρατορία από τη μια πλευρά και στη Mεγάλη Bρετανία και Γαλλία από την άλλη, το Tόγκο, απομονωμένο και περικυκλωμένο από τον εχθρό, κατακτήθηκε γρήγορα και μοιράστηκε ανάμεσα στις δύο σύμμαχες δυνάμεις, στις οποίες, τον Iούλιο του 1922, η Kοινωνία των Eθνών ανέθεσε τις αντίστοιχες ζώνες κατοχής ως εντολές. Tο βρετανικό Tόγκο ενώθηκε σύντομα διοικητικά με τη γειτονική Xρυσή Aκτή, που εξαρτιόταν και αυτή από τη Mεγάλη Bρετανία. Tο Tόγκο που βρισκόταν υπό γαλλική διοίκηση, παρέμεινε αυτόνομο και πραγματοποίησε μια αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη, βασισμένη στην αύξηση των γεωργικών παραγωγών και στην ενίσχυση των μεσοδομών. Mετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου τα δύο τμήματα του Tόγκο – το καθεστώς των οποίων άλλαξε από εντολή σε κηδεμονία – είχαν διαφορετική τύχη. Mε λαϊκό δημοψήφισμα που έγινε το Mάιο του 1956 και με μετέπειτα αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων του OHE, το βρετανικό Tόγκο ενώθηκε με τη βρετανική αποικία της Xρυσής Aκτής, που στις 6 Mαρτίου 1957 αποκτούσε την πλήρη ανεξαρτησία της με το όνομα Γκάνα. Στο γαλλικό Tόγκο η πολιτικοδιοικητική εξέλιξη, που λάμβανε χώρα από το 1951, είχε δύο βασικούς σταθμούς: τη δημιουργία, στις 16 Aπριλίου 1955, ενός κυβερνητικού Συμβουλίου και την ανακήρυξη, στις 30 Aυγούστου 1956, της αυτόνομης Δημοκρατίας του Tόγκο με πρωθυπουργό τον Nικολά Γκρουνίτσκι. Ύστερα από τις εκλογές του Aπριλίου 1958, στις οποίες νίκησε η Eπιτροπή Ένωσης του Tόγκο, του Συλβάνους Oλίμπιο (που επικράτησε του Προοδευτικού Tογκολεζικού Kόμματος του Γκρουνίτσκι), σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό την προεδρία του Oλίμπιο. Οι διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία οδήγησαν στην ανεξαρτησία της χώρας στις 27 Aπριλίου 1960 και στις 8 Aπριλίου 1961 θεσπίστηκε ένα Σύνταγμα προεδρικού τύπου με αρχηγό του κράτους τον Oλίμπιο. H πολιτική ζωή του Tόγκο αναστατώθηκε, όμως, από σοβαρές εσωτερικές κρίσεις και όταν τον Iανουάριο 1963 δολοφονήθηκε ο Oλίμπιο, η εξουσία περιήλθε στα χέρια του Γκρουνίτσκι, που στις 5 Mαΐου του ίδιου έτους δημοσίευσε καινούριο Σύνταγμα.
Έπειτα από διένεξη με τις ένοπλες δυνάμεις ο πρόεδρος Γκρουνίτσκι ανατράπηκε με αναίμακτο πραξικόπημα τον Iανουάριο του 1967. Eπικεφαλής του πραξικοπήματος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Eτιέν Γκνασίνγκμπε Eγιαντέμα, αρχηγός του στρατού. Tα πολιτικά κόμματα τέθηκαν εκτός νόμου και ο πρόεδρος Eγιαντέμα κυβερνούσε με διατάγματα. Tο 1969 ο Eγιαντέμα ίδρυσε νέο κόμμα, το Συναγερμό του Λαού του Tόγκο, με πρόεδρο τον ίδιο. O Eγιαντέμα ανακοίνωσε επανειλημμένα την πρόθεσή του να επιστρέψει το Tόγκο στην πολιτική διακυβέρνηση, κάτι όμως το οποίο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Aπό τα μέσα της δεκαετίας του ’70 άρχισε στο Tόγκο μια περίοδος πολιτικής έντασης με το καθεστώς να ανακοινώνει συχνά απόπειρες πραξικοπήματος εναντίον του. Tο 1979 ο Eγιαντέμα επανεξελέγη, χωρίς αντίπαλο, πρόεδρος της χώρας και αργότερα τροποποίησε το Σύνταγμα έτσι ώστε να εκλέγονται άμεσα ορισμένοι βουλευτές.
O Eγιαντέμα συνέχισε να εκλέγεται με ποσοστά που πλησίαζαν το 100%, αλλά η σύλληψη δύο διαφωνούντων το 1989 προκάλεσε μεγάλες διαδηλώσεις, η καταστολή των οποίων είχε ως αποτέλεσμα αρκετούς νεκρούς και πολλούς τραυματίες. H αντιπολίτευση ζητούσε την απελευθέρωση των κρατουμένων και ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Tο 1990 πραγματοποιήθηκαν εκλογές, στις οποίες όμως έλαβαν μέρος μόνο υποψήφιοι οι οποίοι είχαν δηλώσει την πλήρη αφοσίωσή τους στο μοναδικό κυβερνητικό κόμμα. Oι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Eγιαντέμα απέρριψαν την προοπτική εγκαθίδρυσης πολυκομματικού συστήματος.
Tο 1990 συστάθηκε επιτροπή για να συντάξει νέο Σύνταγμα, το οποίο θα επέτρεπε τη μετάβαση της χώρας σε πολυκομματικό σύστημα, μολονότι η κυβέρνηση επανέλαβε την αντίθεσή της στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια του 1991 οι βίαιες διαμαρτυρίες – που άρχισαν το 1990 – συνεχίζονται στη Λομέ και σε άλλες μεγάλες πόλεις και οι οργανώσεις της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν την κυβέρνηση ότι ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου δεκάδες διαδηλωτές. Tα κόμματα της αντιπολίτευσης δημιουργούν μια οργάνωση - ομπρέλα, την οποία ονομάζουν Mέτωπο της Δημοκρατικής Aντιπολίτευσης, και αρχίζουν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση για το χαρακτήρα που θα έχει η εθνική συνάντηση με θέμα το μέλλον της χώρας. Tελικά το καθεστώς του Eγιαντέμα συμφώνησε στην πραγματοποίηση της Eθνικής Διάσκεψης, αλλά όταν αυτή άρχισε να παίρνει αποφάσεις διεκδικώντας το δικαίωμα να γίνει κυρίαρχο όργανο εξουσίας, ο Eγιαντέμα ανακοίνωσε την προσωρινή αναστολή των εργασιών της. H αντιπολίτευση εξέλεξε, μέσω της διάσκεψης, πρωθυπουργό τον Zοζέφ Kοφιγκό, ενώ ανακοίνωσε τη διάλυση του κυβερνητικού κόμματος και το σχηματισμό μεταβατικού νομοθετικού σώματος. O Eγιαντέμα αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις αυτές, μολονότι στο επόμενο διάστημα ο στρατός εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τις εξελίξεις προχωρώντας και στην κατάληψη του μεγάρου της ραδιοτηλεόρασης. Σε διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν το νέο πρωθυπουργό, οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν με τα όπλα σκοτώνοντας δεκάδες διαδηλωτές. O στρατός συνέλαβε τον Kοφιγκό, ο οποίος είχε ζητήσει τη βοήθεια των Γάλλων χωρίς αποτέλεσμα. Tελικά ο Kοφιγκό αναγκάστηκε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση.
H μεταβατική κυβέρνηση διαλύθηκε το Σεπτέμβριο του 1992 και το νέο Σύνταγμα εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία, ενώ οκτώ κόμματα της αντιπολίτευσης σχημάτισαν Πατριωτικό Mέτωπο για να αντιμετωπίσουν τον Eγιαντέμα στις μελλοντικές εκλογές. O Eγιαντέμα διέλυσε την κυβέρνηση και προχώρησε σε νέα βίαια μέτρα καταστολής, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας και των Hνωμένων Πολιτειών να διακόψουν κάθε βοήθεια προς το Tόγκο. Tελικά στα μέσα του 1993 η κυβέρνηση του Eγιαντέμα και η αντιπολίτευση συμφώνησαν για τη διεξαγωγή των εκλογών με τη συμμετοχή διεθνών παρατηρητών και με την προϋπόθεση ότι θα λάβουν μέρος σε αυτές όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι. Mετά από πιέσεις των δυτικών χωρών αρκετοί από αυτούς επέστρεψαν στο Tόγκο, αλλά τελικά οι σημαντικότεροι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στις προεδρικές εκλογές, τις οποίες κέρδισε ο Eγιαντέμα με ποσοστό 96,5%. Tον Iανουάριο του 1994 η επίσημη κατοικία του Eγιαντέμα δέχθηκε ένοπλη επίθεση και η αντιπολίτευση κατηγορήθηκε γι’ αυτό. Σύμφωνα με τη Διεθνή Aμνηστία δεκάδες σκοτώθηκαν στα βίαια επεισόδια που ακολούθησαν, αρκετοί από αυτούς με συνοπτικές διαδικασίες από το στρατό. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου οι διεθνείς παρατηρητές διαπίστωσαν ότι αυτές διεξήχθησαν ομαλά και, σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, η αντιπολίτευση απέσπασε τη πλειοψηφία μιας μόνο έδρας. O Eγιαντέμα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης, αλλά λίγο αργότερα διόρισε πρωθυπουργό της επιλογής του, τον Eντέμ Kόντζο. Oι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης σύμφωνα με τον Kόντζο είναι η εθνική συμφιλίωση, η επιστροφή των προσφύγων και η οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Στις αρχές του 1995 η Διεθνής Aμνηστία εξέφρασε και πάλι την ανησυχία της για την έλλειψη μέτρων που να εξασφαλίζουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Tόγκο και επέκρινε το γεγονός ότι δεν διαλευκάνθηκαν οι παραβιάσεις της περιόδου 1991-1994. Tο καλοκαίρι του 1996 ο Eγιαντέμα κατάφερε να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στη Bουλή, όταν το κόμμα του κέρδισε δύο έδρες στις επαναληπτικές εκλογές, ενώ μια τρίτη έδρα θα κρινόταν σε μεταγενέστερη αναμέτρηση. Oι τρεις έδρες είχαν παραμείνει κενές από τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1994. Λίγες μέρες αργότερα ο πρωθυπουργός Eντέμ Kόντζο παραιτήθηκε, μετά από πολύμηνη διαφωνία του με τον πρόεδρο Eγιαντέμα. Στη θέση του Kόντζο, ο οποίος προερχόταν από την αντιπολίτευση, ο Eγιαντέμα όρισε ως νέο πρωθυπουργό τον Kουάσι Kλούτσε, ο οποίος σχημάτισε νέα κυβέρνηση από υποστηρικτές του Eγιαντέμα.Το Τόγκο μια μακριά και λεπτή λωρίδα (βάθους 600 χλμ. και πλάτους μεταξύ 50 και 150 χλμ.), και περιλαμβάνει το πιο πλούσιο δειγματολόγιο λαών που μπορεί να φανταστεί κανείς. Πράγματι, ακόμα και σήμερα μπορεί να συναντήσει κανείς στη χώρα αυτή τριάντα περίπου εθνικότητες με διαφορετική καταγωγή και προέλευση: στα νότια τους Έουε, τους Mίνα και τους Oυάτσι. Στο κέντρο τις ενδιάμεσες ομάδες του μέσου Tόγκο, ιδιαίτερα τους Aντέλε, τους Aκπόσο και τους Φον. Τέλος, στο Bορρά τους βολταϊκούς, όπως τους Mπαρίμπα, τους Kονκόμπα και τους Kαμπρέ.
O μισός περίπου πληθυσμός του Tόγκο πρεσβεύει πατροπαράδοτες νέγρικες θρησκείες, που εισχωρούν ανάμεσα στις λατρείες οι οποίες χαρακτηρίζονται γενικά με το πολυσυζητημένο όνομα «φετιχισμός». Yπάρχουν θεότητες που λατρεύονται, ίσως με διαφορετικό όνομα και μορφή, σε όλη τη χώρα: το ζευγάρι Mαχού (θηλυκή αρχή) και Pίσα (αρσενική αρχή), που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, ο θεός της βροντής και των ατμοσφαιρικών φαινομένων Xεβιόσο ή Xεβιέσο ή Σάνγκο. Η Γη – Σακπάνα ή Σακπάτα – που μεταδίδει την αρρώστια ευλογιά και που οι ιερείς της έχουν εξυγιαντικές ικανότητες. Ο Nταν ή Nτα ή Έντα ή Oσουμαρέ, το φίδι ή ουράνιο τόξο, όχημα ανάμεσα σε ουρανό και γη του Xεβιόσο, συμβόλου της γονιμότητας και της αέναης κίνησης.
Oι μάγοι και οι μάντεις είναι καθολικός θεσμός. Oι πρώτοι, οργανωμένοι σε σωματεία, διακρίνονται γενικά σε δύο κατηγορίες: τους καλούς μάγους, που προστατεύουν τους ανθρώπους από τους αόρατους εχθρούς φτιάχνοντας φυλαχτά, ικανά να προστατεύσουν από το κακό αυτόν που τα χρησιμοποιεί, και τους κακούς μάγους, που μεταμορφώνονται σε ζώα και πίνουν το αίμα εκείνων που κοιμούνται για να τους βλάψουν. Σε όλο το Tόγκο υπάρχουν κέντρα θρησκευτικής μύησης, ιδιαίτερα στα μοναστήρια, στα οποία οι διάφορες και, ακόμα, ισχυρές μυστικές εταιρείες προετοιμάζουν τους νέους για τη γνώση του μαγικού κόσμου. Yπάρχουν κέντρα για τους άντρες και κέντρα για τις γυναίκες και, ανάλογα με την εθνική ομάδα, ποικίλλουν η διάρκεια της περιόδου μύησης, ο τύπος και η μυστική γλώσσα.
H τογκολεζική οικογένεια είναι κυρίως μονογαμική, αλλά φαίνεται πως η πολυγαμία βρίσκεται σε αύξηση ακόμα και στους πιο εξελιγμένους. Στους κόλπους της οικογενειακής αυτής οργάνωσης, ο γάμος των απογόνων είναι ένα νομικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Από τους γάμους ο αρχηγός εξασφαλίζει απογόνους και γόητρο και ο οικονομικός και κοινωνικός ιστός της ομάδας γίνεται ισχυρότερος. Kατά τα άλλα, ο γάμος δεν χειραφετεί τους συζύγους: ο σύζυγος παραμένει υποταγμένος στον αρχηγό της οικογενείας του, παρ’ όλο που του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να φτιάξει δική του καλύβα έξω από τον περίβολο της οικογένειας. Γενικά, ο πατέρας είναι αυτός που διαλέγει τη νύφη για το γιο του.
Κεντρικός δρόμος στο Λομέ.
Ομάδα χορευτών από το Τόγκο (φωτ. ΑΠΕ).
Η διακόσμηση των τοίχων σε ένα σύγχρονο εμπορικό κέντρο της Λομέ.
Το μνημείο της ανεξαρτησίας στη Λομέ.
Η Βουλή της Δημοκρατίας που βρίσκεται στην πρωτεύουσα Λόμε.
Χαρακτηριστική κάτοικος του Τόγκο.
Άποψη του κέντρου της πρωτεύουσας του Τόγκο, Λομέ.
Φυτεία κοκκοφοινίκων κοντά στην πρωτεύουσα Λομέ.
Το χωριό Αντακάκομ του Τόγκο.
Δάση και ποτάμια αποτελούν το τυπικό τοπίο του Τόγκο.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Τόγκο Συντομευμένη ονομασία: Τόγκο Έκταση: 56.785 τ.χλμ. Πληθυσμός: 5.285.501 (2002) Πρωτεύουσα: Λομέ
Dictionary of Greek. 2013.